αιρετικός

αιρετικός
η , ό[ν] 1.
1) еретический; 2) сектантский; 2. (ο ) 1) еретик; 2) сектант;

οι αιρετικοί — сектанты; — сектантство


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αιρετικός" в других словарях:

  • αἱρετικός — able to choose masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιρετικός — ή, ό (Α αἱρετικός, ή, όν) 1. οπαδός αιρέσεως και, κυρίως, θρησκευτικής 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αίρεση, που διενεργείται σύμφωνα με μια αίρεση (νεοελλ. μσν.) (και ως ουσ.) αυτός που δεν παραδέχεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα όπως… …   Dictionary of Greek

  • αιρετικός — ή, ό αυτός που ανήκει σε θρησκευτική, φιλοσοφική ή κοινωνιολογική αίρεση: Το μεσαίωνα πολλοί αιρετικοί θανατώθηκαν από τη λεγόμενη Ιερή Εξέταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἱρετικά — αἱρετικός able to choose neut nom/voc/acc pl αἱρετικά̱ , αἱρετικός able to choose fem nom/voc/acc dual αἱρετικά̱ , αἱρετικός able to choose fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετικῶν — αἱρετικός able to choose fem gen pl αἱρετικός able to choose masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετικόν — αἱρετικός able to choose masc acc sg αἱρετικός able to choose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαβέλλιος — Αιρετικός του 3ου αι. από την Πεντάπολη της Λιβύης, για τη ζωή του οποίου έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Νέος ακόμα πήγε στη Ρώμη στα χρόνια του πάπα Ζεφυρίνου (212 217) και τέθηκε επικεφαλής της εκεί πατροπασχιτικής μερίδας, που είχε ιδρύσει ο… …   Dictionary of Greek

  • αἱρετικαῖς — αἱρετικός able to choose fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετικαί — αἱρετικός able to choose fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετικοῖς — αἱρετικός able to choose masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετικοί — αἱρετικός able to choose masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»